- βυνώ
- βυνῶ (-έω) (Α)βύω.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βυνῶ — βῡνῶ , βυνέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) βῡνῶ , βυνέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύκτης — βύκτης, ο (Α) 1. φρ. «ἄνεμοι βύκται» άνεμοι που βουίζουν 2. ως ουσ. θυελλώδης άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εάν γίνει αποδεκτή η αρχαία σημ. «αυτός που φυσά, που βουίζει», τότε η λ. βύκτης συνδέεται με τη γλώσσα του Ησυχίου «βεβυκώσθαι (ή βεβηκώσθαι)… … Dictionary of Greek
βύω — (Α) κλείνω, αποφράσσω, ταπώνω (α. «νήματος βεβυσμένος» βουλωμένος με νήμα β. «βύσας τὴν ἕδρην σπόγγῳ» αφού έβαλε στον πρωκτό του σπόγγο για τάπα γ. «τὰ ὦτα βεβυσμένος» αυτός που έχει βύσμα στ αφτιά και δεν ακούει). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το βύω όσο και το … Dictionary of Greek
κυνώ — (I) κυνῶ, άω (Α) [κύων] κυνίζω*. (II) κυνῶ, έω (Α) 1. φιλώ, ασπάζομαι («κύσον με καὶ τὴν χεῑρα δὸς τὴν δεξιάν», Αριστοφ.) 2. (για περιστέρια) φιλώ με τη γλώσσα («κυνοῡσι γὰρ ἀλλήλας ὅταν μέλλη ἀναβαίνειν ὁ ἄρρην», Αριστοτ.) 3. προσκυνώ. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κυψελόβυστος — κυψελόβυστος, ον (Α) αυτός που έχει τα αφτιά του βουλωμένα με κυψελίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυψέλη + βυστος (< βυνῶ «βουλλώνω»)] … Dictionary of Greek